Σπαρτιατικοῖς

Σπαρτιατικοῖς
Σπαρτιατικός
from Sparta
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπαρτιατικός — ή, ό / σπαρτιατικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπαρτιάτικος, η, ο, Ν [Σπαρτιάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σπάρτη ή στους Σπαρτιάτες (α. «σπαρτιατική νομοθεσία» β. «ἐν τοῑς Σπαρτιατικοῑς λόγοις... δεδήλωται», Παυσ.) νεοελλ. 1. σκληραγωγημένος 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”